εμποδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμποδίζω < αρχαία ελληνική ἐμποδίζω < ἐν + πούς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /em.boˈði.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εμποδίζω (παθητική φωνή: εμποδίζομαι)

  1. θέτω εμπόδια
  2. γίνομαι εμπόδιο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]