εμπορευματοκιβωτιοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπορευματοκιβωτιοφόρο < εμπορευματοκιβώτιο + -ο- + -φόρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπορευματοκιβωτιοφόρο ουδέτερο
- όχημα ή πλοίο που μεταφέρει εμπορευματοκιβώτια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπορευματοκιβωτιοφόρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)