εμπορεύσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπορεύσιμος η εμπορεύσιμη το εμπορεύσιμο
      γενική του εμπορεύσιμου της εμπορεύσιμης του εμπορεύσιμου
    αιτιατική τον εμπορεύσιμο την εμπορεύσιμη το εμπορεύσιμο
     κλητική εμπορεύσιμε εμπορεύσιμη εμπορεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπορεύσιμοι οι εμπορεύσιμες τα εμπορεύσιμα
      γενική των εμπορεύσιμων των εμπορεύσιμων των εμπορεύσιμων
    αιτιατική τους εμπορεύσιμους τις εμπορεύσιμες τα εμπορεύσιμα
     κλητική εμπορεύσιμοι εμπορεύσιμες εμπορεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπορεύσιμος < εμπορεύομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

εμπορεύσιμος, -η, -ο

  1. που μπορεί κανείς να τον πουλήσει γιατί υπάρχει η δυνατότητα να πουληθεί
  2. (ειδικότερα) που μπορεί εύκολα να πουληθεί
    αυτές οι καρέκλες που φτιάχνεις δεν είναι εμπορεύσιμες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]