εμπορικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπορικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπορικότητα