εμποροδικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμποροδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) δικαστήριο το οποίο εκδικάζει εμπορικές διαφορές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμποροδικείο
|