εμποροκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμποροκρατικός < εμποροκρατία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εμποροκρατικός
- που έχει σχέση με την εμποροκρατία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εμποροκρατία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμποροκρατικός
|