εμποροπανηγύρεως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εμποροπανηγύρεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εμποροπανήγυρη
- εναλλακτικά: εμποροπανήγυρης
εμποροπανηγύρεως θηλυκό