εμποροϋπάλληλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εμποροϋπάλληλος | οι | εμποροϋπάλληλοι |
γενική | του/της του |
εμποροϋπαλλήλου εμποροϋπάλληλου |
των | εμποροϋπαλλήλων |
αιτιατική | τον/την | εμποροϋπάλληλο | τους/τις τους |
εμποροϋπαλλήλους εμποροϋπάλληλους |
κλητική | εμποροϋπάλληλε | εμποροϋπάλληλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμποροϋπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμποροϋπάλληλος