εμπραγμάτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπραγμάτως < εμπράγματ(ος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμπραγμάτως
- με εμπράγματο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπραγμάτως
|