εμπροθέσμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπροθέσμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπροθέσμως < ἐμπρόθεσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε εμπρόθεσμ(ος) + -ως.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.bɾoˈθe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπρο‐θέ‐σμως
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐προ‐θέ‐σμως
- τονικό παρώνυμο: εμπρόθεσμος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εμπροθέσμως
- εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπροθέσμως
|
Πηγές[επεξεργασία]
- εμπρόθεσμος (& εμπροθέσμως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)