εμπτυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπτυσμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐμπτυσμός < αρχαία ελληνική ἐμπτυσμός < ἐμπτύω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /em.ptiˈzmos/ & /em.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐πτυ‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπτυσμός αρσενικό
- (λόγιο) φτύσιμο ως ένδειξη περιφρόνησης, αηδίας, έντονης αποστροφής
- (κατ’ επέκταση) δημόσιος εξευτελισμός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άξιος εμπτυσμού: είναι για φτύσιμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπτυσμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εμπτυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)