εμπόδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπόδισμα < αρχαία ελληνική ἐμπόδισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπόδισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποδίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπόδισμα
|