εμπύρετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπύρετος < (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπύρετος. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + πυρετ(ός) + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]εμπύρετος, -η, -ο
- (ιατρική) αυτός που έχει πυρετό
- και σήμερα ο ασθενής συνεχίζει να είναι εμπύρετος
- αυτός που συνοδεύεται με πυρετό
- εμπύρετη νόσος, εμπύρετο νόσημα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)