εμφανισιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμφανισιακά < εμφανισιακ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱ.fa.ni.si.aˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐φα‐νι‐σι‐α‐κά

Επίρρημα[επεξεργασία]

εμφανισιακά

  • ως προς την εμφάνιση, όπως φαίνεται εξωτερικά
    Μπορεί εμφανισιακά να είναι σε άριστη κατάσταση όμως του λείπουν κάποιες λειτουργίες που θα τις δεις μόνο αν το βάλεις σε λειτουργία.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εμφανισιακά

Πηγές[επεξεργασία]