εμφυλιοπολεμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εμφυλιοπολεμικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με εμφύλιο πόλεμο
- (μεταφορικά) σχετικός με δυναμική εσωτερική αντιπαράθεση, σε κοινωνική ομάδα, πολιτικό κόμμα, συνασπισμό, ομοσπονδία κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμφυλιοπολεμικός
|