εμφυσηματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφυσηματικός η εμφυσηματική το εμφυσηματικό
      γενική του εμφυσηματικού της εμφυσηματικής του εμφυσηματικού
    αιτιατική τον εμφυσηματικό την εμφυσηματική το εμφυσηματικό
     κλητική εμφυσηματικέ εμφυσηματική εμφυσηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφυσηματικοί οι εμφυσηματικές τα εμφυσηματικά
      γενική των εμφυσηματικών των εμφυσηματικών των εμφυσηματικών
    αιτιατική τους εμφυσηματικούς τις εμφυσηματικές τα εμφυσηματικά
     κλητική εμφυσηματικοί εμφυσηματικές εμφυσηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμφυσηματικός < εμφύσημα + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱ.fi.si.ma.tiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

εμφυσηματικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]