εμφυτευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφυτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμφυτεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
εμφυτευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εμφυτεύω