εμφωλεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμφωλεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφωλεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]εμφωλεύω
- (μεταφορικά, λόγιο) φωλιάζω, υπάρχω χωρίς να εκδηλώνομαι, υποκρύπτομαι
- ※ 19ος/20ος αιώνας, Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Γ'
- Ὁ νοῦς μου πτερυγίζει στοὺς κάλυκας τῶν κρίνων,
ἐκεῖ ποὺ ἐμφωλεύει μοσχοβολοῦσα πλάσις,
εἰς τῶν Νυμφῶν τοὺς κώμους κι' εἰς ἄσματα Σειρήνων,
ὅσα κυλοῦν τὰς μαύρας ἀβύσσους τῆς θάλασσης.
- Ὁ νοῦς μου πτερυγίζει στοὺς κάλυκας τῶν κρίνων,
- ※ Το ενδεχόμενο τρομοκρατικών ενεργειών σε αμερικανικό έδαφος εμφωλεύει στο υποσυνείδητο της κοινής γνώμης. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
- ※ 19ος/20ος αιώνας, Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Γ'
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμφωλεύω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- εμφωλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)