Μετάβαση στο περιεχόμενο

εμφωλεύω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐμφωλεύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμφωλεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφωλεύω

εμφωλεύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]