ενάγων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ενάγων | ενάγουσα | ενάγον |
γενική | ενάγοντος | ενάγουσας (εναγούσης) |
ενάγοντος |
αιτιατική | ενάγοντα | ενάγουσα | ενάγον |
κλητική | ενάγων | ενάγουσα | ενάγον |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ενάγοντες | ενάγουσες | ενάγοντα |
γενική | εναγόντων | εναγουσών | εναγόντων |
αιτιατική | ενάγοντες | ενάγουσες | ενάγοντα |
κλητική | ενάγοντες | ενάγουσες | ενάγοντα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενάγων < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἐνάγων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐνάγω < ἐν- + ἄγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛˈna.ɣɔn/
- συλλαβισμός : ε‐νά‐γων
- παλαιός συλλαβισμός : εν‐ά‐γων
- ομόηχο: ενάγον
Μετοχή[επεξεργασία]
- αυτός που ενάγει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενάγων αρσενικό (θηλυκό: η ενάγουσα)
- (νομική) αυτός που οδηγεί κάποιον στο δικαστήριο, που καταθέτει αγωγή, μήνυση, που κατηγορεί κάποιον άλλον επίσημα
- Ο ενάγων τελικά απέσυρε τη μήνυση
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ενάγω και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το «δευτερεύων»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εν- (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Νομική (νέα ελληνικά)