ενίσχυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενίσχυση οι ενισχύσεις
      γενική της ενίσχυσης* των ενισχύσεων
    αιτιατική την ενίσχυση τις ενισχύσεις
     κλητική ενίσχυση ενισχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενισχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενίσχυση < (ελληνιστική κοινήἐνίσχυσις < αρχαία ελληνική ἐνισχύω < ἐν + ἰσχύω < ἰσχύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενίσχυση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]