εναγκαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εναγκαλισμός οι εναγκαλισμοί
      γενική του εναγκαλισμού των εναγκαλισμών
    αιτιατική τον εναγκαλισμό τους εναγκαλισμούς
     κλητική εναγκαλισμέ εναγκαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναγκαλισμός < εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) + -μός[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εναγκαλισμός αρσενικό

  1. η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα
  2. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) σχέση συνεργασίας που είναι ιδιαίτερα στενή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]