εναγόμενος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]εναγόμενος
- (νομικός όρος): το άτομο εναντίον του οποίου κατατίθεται αγωγή -συνήθως για αστικά ζητήματα, οικονομικές διαφορές. Θηλυκό της μετοχής ενεστώτα, η εναγόμενη.
- Αποδείχθηκε τελικά ότι ο εναγόμενος δεν όφειλε χρήματα στον ενάγοντα και ότι άδικα είχε ταλαιπωρηθεί τόσους μήνες με αγωγές και μηνύσεις.