εναιώρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εναιώρημα τα εναιωρήματα
      γενική του εναιωρήματος των εναιωρημάτων
    αιτιατική το εναιώρημα τα εναιωρήματα
     κλητική εναιώρημα εναιωρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναιώρημα < αρχαία ελληνική (ἐναιώρημα). < Από το ρήμα ἐναιωροῦμαι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εναιώρημα ουδέτερο

  1. Διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό.
    ενέσιμο υδατικό εναιώρημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]