εναλλακτικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εναλλακτικά < εναλλακτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]εναλλακτικά
- με εναλλακτικό τρόπο, το ένα μετά το άλλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εναλλακτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εναλλακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εναλλακτικός