Μετάβαση στο περιεχόμενο

εναλλασσόμενο ρεύμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εναλλασσόμενο ρεύμα τα εναλλασσόμενα ρεύματα
      γενική του εναλλασσόμενου ρεύματος των εναλλασσόμενων ρευμάτων
    αιτιατική το εναλλασσόμενο ρεύμα τα εναλλασσόμενα ρεύματα
     κλητική εναλλασσόμενο ρεύμα εναλλασσόμενα ρεύματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εναλλασσόμενο ρεύμα < εναλλασσόμενο + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική alternating current)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

εναλλασσόμενο ρεύμα ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]