εναλλασσόμενο ρεύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εναλλασσόμενο ρεύμα < εναλλασσόμενο + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική alternating current)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εναλλασσόμενο ρεύμα ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) τύπος ηλεκτρικού ρεύματος που αλλάζει κατεύθυνση περιοδικά σε αντίθεση με το συνεχές ρεύμα, που ρέει σταθερά προς μία κατεύθυνση.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εναλλασσόμενο ρεύμα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)