εναρκτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εναρκτήριος
- που σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς πράξεων ή δράσεων, μιας διαδικασίας ή διεργασίας
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εναρκτήριο λάκτισμα:
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα της μπάλας, η πάσα προς κάποιον συμπαίκτη, με την οποία αρχίζει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας
- (μεταφορικά) η ενέργεια με την οποία αρχίζει κάτι
- εναρκτήριος λόγος: ομιλία που πραγματοποιείται στην αρχή μιας τελετής, κατά την έναρξη συνεδρίων, συνόδων κ.λπ.