εναρμονίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εναρμονίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εναρμονίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναρμονίζω
  3. θα εναρμονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναρμονίζω