εναρμόνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναρμόνιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εναρμόνιος αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσική) που ακούγεται με τον ίδιο τρόπο αλλά γράφεται διαφορετικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- δεν προτιμώνται: εναρμονικός αρσενικό, εναρμονική θηλυκό, εναρμονικό ουδέτερο
- δεν προτιμώνται: ενάρμονος αρσενικό ή θηλυκό, ενάρμονη θηλυκό, ενάρμονο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναρμόνιος