ενασχολούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενασχολούμαι < ελληνιστική κοινή ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ενασχολούμαι (αποθετικό ρήμα)
- ασχολούμαι με κάτι, συνήθως σε πνευματικό επίπεδο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενασχόληση
- → δείτε τις λέξεις ασχολούμαι, σχολή, σχόλη και έχω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενασχολούμαι
|