ενασχολούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ενασχολούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ασχολούμαι
- ※ Λέων Μελάς, Ο Γεροστάθης (1858)
- Ἐνασχολούμενος δὲ εἰς τὴν ἀκρόασιν καὶ μελέτην τῶν μαθημάτων του, δὲν ἐφαίνετο ἐργαζόμενός τι.
Πῶς λοιπὸν ἔζει ὁ πτωχὸς Κλεάνθης; ποῖος τῷ ἔδιδε χρήματα;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ασχολούμενος