Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενασχόληση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενασχόληση οι ενασχολήσεις
      γενική της ενασχόλησης* των ενασχολήσεων
    αιτιατική την ενασχόληση τις ενασχολήσεις
     κλητική ενασχόληση ενασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενασχόληση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐνασχόλη(σις) + -ση < ελληνιστική κοινή ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.naˈsxo.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενασχόληση
παλιότερος συλλαβισμός: ενασχόληση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενασχόληση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]