ενδαγγειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδαγγειακός η ενδαγγειακή το ενδαγγειακό
      γενική του ενδαγγειακού της ενδαγγειακής του ενδαγγειακού
    αιτιατική τον ενδαγγειακό την ενδαγγειακή το ενδαγγειακό
     κλητική ενδαγγειακέ ενδαγγειακή ενδαγγειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδαγγειακοί οι ενδαγγειακές τα ενδαγγειακά
      γενική των ενδαγγειακών των ενδαγγειακών των ενδαγγειακών
    αιτιατική τους ενδαγγειακούς τις ενδαγγειακές τα ενδαγγειακά
     κλητική ενδαγγειακοί ενδαγγειακές ενδαγγειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδαγγειακός < ενδ- + αγγειακός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδαγγειακός

  • που γίνεται ή υπάρχει μέσα στα αγγεία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]