ενδελεχώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδελεχώς < αρχαία ελληνική ἐνδελεχῶς < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ενδελεχώς
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) συνεχώς, διαρκώς, αδιάλειπτα, αέναα
- (μεταφορικά) (λόγιο) επιμελώς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ενδελεχής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδελεχώς
|