ενδεχομενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδεχομενικότητα < ενδεχομενικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδεχομενικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ενδεχομενικού, αυτού που ενδέχεται να συμβαίνει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδεχομενικότητα