Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενδεχόμενο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδεχόμενο τα ενδεχόμενα
      γενική του ενδεχόμενου
& ενδεχομένου
των ενδεχόμενων
& ενδεχομένων
    αιτιατική το ενδεχόμενο τα ενδεχόμενα
     κλητική ενδεχόμενο ενδεχόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ενδεχόμενος του απρόσωπου ρήματος ενδέχεται

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενδεχόμενο ουδέτερο

  1. ένα γεγονός που ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον, κάτι το πιθανό, όχι βέβαιο
  2. (μαθηματικά) υποσύνολο ενός δειγματικού χώρου. Αντιστοιχεί σε ένα γεγονός ή ένα σύμπλεγμα γεγονότων τα οποία, μπορεί να συμβούν, ή να μη συμβούν.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ενδέχεται, εν και δέχομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]