ενδεχόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενδεχόμενο | τα | ενδεχόμενα |
γενική | του | ενδεχόμενου & ενδεχομένου |
των | ενδεχόμενων & ενδεχομένων |
αιτιατική | το | ενδεχόμενο | τα | ενδεχόμενα |
κλητική | ενδεχόμενο | ενδεχόμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ενδεχόμενος του απρόσωπου ρήματος ενδέχεται
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδεχόμενο ουδέτερο
- ένα γεγονός που ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον, κάτι το πιθανό, όχι βέβαιο
- (μαθηματικά) υποσύνολο ενός δειγματικού χώρου. Αντιστοιχεί σε ένα γεγονός ή ένα σύμπλεγμα γεγονότων τα οποία, μπορεί να συμβούν, ή να μη συμβούν.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιθανό
[επεξεργασία]
- ενδεχόμενος
- ενδεχομένως (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις ενδέχεται, εν και δέχομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδεχόμενο