Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενδιαφέρον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδιαφέρον τα ενδιαφέροντα
      γενική του ενδιαφέροντος των ενδιαφερόντων
    αιτιατική το ενδιαφέρον τα ενδιαφέροντα
     κλητική ενδιαφέρον ενδιαφέροντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδιαφέρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενδιαφέρων (ενεργητικού ενεστώτα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική interêt

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾon/ & /en.ðʝaˈfe.ɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδιαφέρον
ομόηχο: ενδιαφέρων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενδιαφέρον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]