ενδιαφερόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ενδιαφερόμενος
- που ενδιαφέρεται, που επιθυμεί κάτι ή τον συμφέρει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδιαφερόμενος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδιαφερόμενος
|