ενδικοφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενδικοφανής | η | ενδικοφανής | το | ενδικοφανές |
γενική | του | ενδικοφανούς* | της | ενδικοφανούς | του | ενδικοφανούς |
αιτιατική | τον | ενδικοφανή | την | ενδικοφανή | το | ενδικοφανές |
κλητική | ενδικοφανή(ς) | ενδικοφανής | ενδικοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενδικοφανείς | οι | ενδικοφανείς | τα | ενδικοφανή |
γενική | των | ενδικοφανών | των | ενδικοφανών | των | ενδικοφανών |
αιτιατική | τους | ενδικοφανείς | τις | ενδικοφανείς | τα | ενδικοφανή |
κλητική | ενδικοφανείς | ενδικοφανείς | ενδικοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδικοφανής
- (νομικός όρος) που προσομοιάζει με ένδικο μέσο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ενδικοφανής προσφυγή: (νομικός όρος) προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Αρχών που προσομοιάζει με ένδικο μέσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδικοφανής
|