ενδοαγροτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοαγροτικός η ενδοαγροτική το ενδοαγροτικό
      γενική του ενδοαγροτικού της ενδοαγροτικής του ενδοαγροτικού
    αιτιατική τον ενδοαγροτικό την ενδοαγροτική το ενδοαγροτικό
     κλητική ενδοαγροτικέ ενδοαγροτική ενδοαγροτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοαγροτικοί οι ενδοαγροτικές τα ενδοαγροτικά
      γενική των ενδοαγροτικών των ενδοαγροτικών των ενδοαγροτικών
    αιτιατική τους ενδοαγροτικούς τις ενδοαγροτικές τα ενδοαγροτικά
     κλητική ενδοαγροτικοί ενδοαγροτικές ενδοαγροτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοαγροτικός < ενδο- + αγροτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδοαγροτικός

  • που γίνεται ή συμβαίνει μέσα / ανάμεσα στον κλάδο των αγροτών
    Ως παρενέργεια της όξυνσης του προβλήματος της λειψυδρίας, εμφανίζεται η ανάπτυξη τοπικών και ενδοαγροτικών αντιπαραθέσεων για τη διαχείριση του διαθέσιμου νερού. (*)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]