ενδογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδογένεια θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ενδογενούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδογένεια
|