ενδογενεακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδογενεακός η ενδογενεακή το ενδογενεακό
      γενική του ενδογενεακού της ενδογενεακής του ενδογενεακού
    αιτιατική τον ενδογενεακό την ενδογενεακή το ενδογενεακό
     κλητική ενδογενεακέ ενδογενεακή ενδογενεακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδογενεακοί οι ενδογενεακές τα ενδογενεακά
      γενική των ενδογενεακών των ενδογενεακών των ενδογενεακών
    αιτιατική τους ενδογενεακούς τις ενδογενεακές τα ενδογενεακά
     κλητική ενδογενεακοί ενδογενεακές ενδογενεακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδογενεακός < ενδο- + γενεακός < γενεά

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδογενεακός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]