ενδογενοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδογενοποιώ < ενδογενής + -ο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ενδογενοποιώ (παθητική φωνή: ενδογενοποιούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]