ενδοδίκτυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενδοδίκτυο | τα | ενδοδίκτυα |
γενική | του | ενδοδίκτυου & ενδοδικτύου |
των | ενδοδίκτυων & ενδοδικτύων |
αιτιατική | το | ενδοδίκτυο | τα | ενδοδίκτυα |
κλητική | ενδοδίκτυο | ενδοδίκτυα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοδίκτυο < ενδο- + δίκτυο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intranet)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοδίκτυο ουδέτερο
- (πληροφορική) intranet: ιδιωτικό δίκτυο υπολογιστών, που χρησιμοποιεί πρωτόκολλα και γενικότερα τεχνολογίες του διαδικτύου (internet)
- ※ Τα βασικά πλεονεκτήµατα των ενδοδικτύων, είναι το µικρό κόστος ανάπτυξης και παράδοσης, η εύκολη εγκατάσταση, χρήση και συντήρησή τους, η δυνατότητα συνεργασίας µε παραδοσιακές εφαρµογές και βάσεις δεδοµένων, και η ανοικτή αρχιτεκτονική τους, η οποία τα καθιστά ανεξάρτητα από τις λύσεις του κάθε συγκεκριµένου κατασκευαστή. [1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Τι είναι ένα ενδοδίκτυο (intranet);. Προσπέλαση 2020-05-25.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)