ενδοδαπέδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδοδαπέδιο τα ενδοδαπέδια
      γενική του ενδοδαπέδιου των ενδοδαπέδιων
    αιτιατική το ενδοδαπέδιο τα ενδοδαπέδια
     κλητική ενδοδαπέδιο ενδοδαπέδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοδαπέδιο < ουδέτερο του ενδοδαπέδιος < ενδο- + δάπεδο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδοδαπέδιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ενδοδαπέδιο