ενδοεθνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοεθνικός
- που γίνεται ή συμβαίνει μέσα στα πλαίσια ενός έθνους
- ※ Αφού διαχειρίστηκαν με τον πλέον ανορθολογικό τρόπο τη μικρασιατική πρόκληση που δημιούργησε ο Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος, «ξεμπέρδεψαν» οριστικά με τα ελληνικά κοσμοπολίτικα αστικά στρώματα της Ανατολής, που λειτουργούσαν αντικειμενικά ως ο μεγάλος ενδοεθνικός ανταγωνιστής. (εφ. Ελευθεροτυπία, 18/5/2014)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοεθνικός