ενδοκαρδιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοκαρδιακός η ενδοκαρδιακή το ενδοκαρδιακό
      γενική του ενδοκαρδιακού της ενδοκαρδιακής του ενδοκαρδιακού
    αιτιατική τον ενδοκαρδιακό την ενδοκαρδιακή το ενδοκαρδιακό
     κλητική ενδοκαρδιακέ ενδοκαρδιακή ενδοκαρδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοκαρδιακοί οι ενδοκαρδιακές τα ενδοκαρδιακά
      γενική των ενδοκαρδιακών των ενδοκαρδιακών των ενδοκαρδιακών
    αιτιατική τους ενδοκαρδιακούς τις ενδοκαρδιακές τα ενδοκαρδιακά
     κλητική ενδοκαρδιακοί ενδοκαρδιακές ενδοκαρδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοκαρδιακός < ενδο- + καρδιακός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδοκαρδιακός -ή -ό

  1. που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα στη καρδιά
  2. που σχετίζεται με το ενδοκάρδιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]