ενδοκαρδιακός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοκαρδιακός -ή -ό
- που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα στη καρδιά
- που σχετίζεται με το ενδοκάρδιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοκαρδιακός