ενδοκοινοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοκοινοτικός < ενδο- + κοινοτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intracommunity)
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοκοινοτικός
- που γίνεται μέσα στα πλαίσια μια κοινότητας, π.χ. της ΕΕ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ενδοκοινοτικά
- → δείτε τις λέξεις ένδον, κοινοτικός, κοινότητα και κοινός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοκοινοτικός