Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενδομήτριος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδομήτριος η ενδομήτρια
& ενδομήτριος
το ενδομήτριο
      γενική του ενδομήτριου
& ενδομητρίου
της ενδομήτριας
& ενδομητρίου
του ενδομήτριου
& ενδομητρίου
    αιτιατική τον ενδομήτριο την ενδομήτρια
& ενδομήτριο
το ενδομήτριο
     κλητική ενδομήτριε ενδομήτρια
& ενδομήτριε
ενδομήτριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδομήτριοι οι ενδομήτριες
& ενδομήτριοι
τα ενδομήτρια
      γενική των ενδομήτριων
& ενδομητρίων
των ενδομήτριων
& ενδομητρίων
των ενδομήτριων
& ενδομητρίων
    αιτιατική τους ενδομήτριους
& ενδομητρίους
τις ενδομήτριες
& ενδομητρίους
τα ενδομήτρια
     κλητική ενδομήτριοι ενδομήτριες
& ενδομήτριοι
ενδομήτρια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδομήτριος < ενδο- (< ένδον) + μήτρ(α) + -ιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intra-utérin < νεολατινική endometrium [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /en.ðoˈmi.tɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδομήτριος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ενδομήτριος, -ος, -ο

  • (ιατρική) αυτός που βρίσκεται ή εξελίσσεται στο εσωτερικό της μήτρας
      ενδομήτρια ζωή, ανάπτυξη, λοίμωξη κλπ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]