ενδομεταφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδομεταφορά θηλυκό
- η μεταφορά προϊόντων εντός των ορίων ενός κράτους
- ※ Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3118/93 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, θεσπίστηκε για να ρυθμίσει τις ενδομεταφορές (καμποτάζ), δηλαδή την παροχή υπηρεσιών οδικών εμπορευματικών μεταφορών εντός της επικράτειας κράτους μέλους από μεταφορέα που είναι εγκατεστημένος σε έτερο κράτος μέλος. Στην πράξη αναφέρεται σε μη εγκατεστημένους μεταφορείς οι οποίοι, αντί να επιστρέψουν χωρίς φορτίο έπειτα από μια διεθνή μεταφορά, αναλαμβάνουν την παράδοση και άλλου φορτίου στη χώρα υποδοχής προτού φτάσουν και πάλι στα σύνορα. Ο κανονισμός αυτός έδινε τη δυνατότητα στους μεταφορείς που διέθεταν κοινοτική άδεια, η οποία είχε εκδοθεί από κράτος μέλος, να παρέχουν υπηρεσίες οδικών εμπορευματικών μεταφορών σε άλλα κράτη μέλη υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονταν σε προσωρινή βάση. (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδομεταφορά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)