ενδομητρίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδομητρίωση οι ενδομητριώσεις
      γενική της ενδομητρίωσης* των ενδομητριώσεων
    αιτιατική την ενδομητρίωση τις ενδομητριώσεις
     κλητική ενδομητρίωση ενδομητριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδομητριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδομητρίωση < ενδομήτριο + -ωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενδομητρίωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]